χρονικογράφος

χρονικογράφος
ο
1) хроникёр; 2) ист. летописец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρονικογράφος" в других словарях:

  • χρονικογράφος — ο, Ν συγγραφέας χρονικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονικό + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α.Μ. Βλαστό] …   Dictionary of Greek

  • χρονικογράφος — ο αυτός που γράφει χρονικά, χρονογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • κάστωρ — I (2ος αι. π.Χ.). Χρονικογράφος και ρήτορας από τη Ρόδο. Είναι γνωστοί μόνο οι τίτλοι από τα έργα του: Αναγραφή Βαβυλώνος και των θαλασσοκρατησάντων, Χρονικά αγνοήματα, Περί επιχειρημάτων, Περί πειθούς, Περί του Νείλου, Τέχνη ρητορική, Περί… …   Dictionary of Greek

  • κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… …   Dictionary of Greek

  • φιλόχορος — Έλληνας χρονικογράφος του 3ου 4ου αι. π.Χ. Ήταν γιος του Κύκνου από την Αθήνα, μάντης και ιεροσκόπος. Έγραψε ιστορία με τον τίτλο Ατθίς. Εξαιτίας της φιλίας του με τον Πτολεμαίο B’, θανατώθηκε με διαταγή του Αντιγόνου Γονατά. Η Ατθίς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»